Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

Deep thought something

Πάνε 8 μήνες και 2 μέρες( ή και ίσως 3 μιας και αυτή τη στιγμή που γράφω μπαίνει η 24η Φλεβάρη του '14) από τότε που αποφάσισα να μπω και να γράψω εδώ κανονικά-κανονικά. Γιατί είχα προσπαθήσει να γράψω και τον Δεκέμβρη αλλά δεν έβγαινε τίποτα.

Κάτι βράδια σαν κι αυτά κάτι σε πιάνει και θες να γράψεις κάτι, όχι τόσο να μιλήσεις αλλά να εκφραστείς κάπως... αλλιώς. Βασικά συνειδητοποίησα ότι ήδη είμαι στην 5η γραμμή αυτού του ποστ και έχω μετρήσει 2 φορές τις μέρες που έχουν περάσει σαν φυλακισμένη. Η 2η ήταν τώρα που μέτρησα πόσος καιρός πέρασε από τότε που πήγα Ελλάδα. 6 μήνες και 15 μέρες. Το δύσκολο με την ξενιτιά τελικά δεν είναι να το αποφασίσεις να φύγεις αλλά το να καταφέρεις να περάσεις τις όποιες δύσκολες μέρες μακριά από τους δικούς σου ανθρώπους. Στη δική μου περίπτωση είναι οι φίλοι μου, η γιαγιά μου κι ο ξάδερφός μου που είναι η ζωή μου όλη. Σήμερα μου είπαν ότι άμα πάω Ελλάδα θα δω κι εγώ ότι θα με έχει περάσει στο ύψος, τόσο λέει μεγάλωσε, όχι ότι εγώ είμαι και κανάς Φασούλας αλλά το άτιμο 10 χρονών και είναι πάνω από 1.60.

Οι φίλοι είναι μια άλλη κατηγορία. Δεν ξέρω αν οι περισσότεροι που τα μάζεψαν κι έφυγαν θα συμφωνήσουν αλλά όταν φεύγεις ξέρεις ποια άτομα θα μείνουν φίλοι σου αλλά και πάλι δεν είναι ουσιαστικά φίλοι σου. Δηλαδή ναι, τους αγαπάς και σ'αγαπούν και ναι νοιάζεστε ο ένας για τον άλλον και μιλάτε και άντε να γράψετε και καμιά μαλακία να περάσει η ώρα αλλά σταματάς να είσαι μέρος της καθημερινότητας του άλλου. Σταματάς να ξέρεις όλα αυτά τα μικρά που έχουν σημασία όταν είσαι με τον άλλον πρόσωπο με πρόσωπο. Όλα αυτά τα χαζά που θα σου πει η φίλη σου στη σχολή κι ο κολλητός σου στον καφέ. Γιατί όταν ρωτήσεις τι νέα; θα σου πει τα βασικά, μόνο αυτά δεν θα θυμηθεί τα άλλα τα χαζά. Ούτε κι εγώ θα τα θυμηθώ από τη μέρα μου. Αλλά αυτό. Κι έτσι δεν ξέρω, χάνεται κάτι. Και χάνομαι κι εγώ στη μοναξιά μου.

Έπειτα είναι κι η νοσταλγία. Για τα πάντα. Έφτασα ακόμα και σε σημείο να νοσταλγώ την κούπα με την οποία έπινα καφέ κάθε μέρα στο σπίτι μου στην Αθήνα. Μου λείπουν τα πάντα και οι πάντες. Μου λείπουν οι απροοπτοι καφέδες με τα παιδιά και τα σουβλάκια το βράδυ, να κάνουμε βόλτα στο Θησείο και κάτω από την Ακρόπολη, στην Πλάκα, στην Πνύκα, δίπλα στη θάλασσα στον Φλοίσβο και στη Βουλιαγμένη. Μου λείπει να πηγαίνω σ'αυτό το κωλοχανείο του ΤΕΙ Αθήνας που είχα περάσει από σπόντα όταν είχα δώσει τα χειρότερα γραπτά της ζωής μου γιατί εκεί είχα περάσει τις καλύτερες στιγμές της ζωής μου. Μου λείπει η Βίκυ που μεγαλώσαμε μαζί, μου λείπουν η Εβίνα, η Κική κι ο Αντρέας από το σχολείο, μου λείπουν τα παιδιά από τη σχολή η Αναστασία, η Βασιλική, η Αργυρώ, η Βέφα, η Μαρία κι ο Άλκης, μου λείπουν η Σάντυ, ο Βασίλης, η Βάσια κι η Βανέσσα που ήταν μεγάλο μέρος της ζωής μου από σπόντα. Και το κακό είναι ότι πόσες φορές να τους πεις ότι σου λείπουν και ότι τους αγαπάς; Γιατί ναι, τώρα κάθε φορά που μιλάμε, όποτε μιλάμε, κλείνω τη συζήτηση με ένα μου λείπετε ρε γαμώτο και σας αγαπάω πολύ, σαν μια γκομενίτσα ξέρωγω :P

Μου λείπει το σπίτι μου και το κρεβάτι μου και το μαξιλάρι μου και το πόσο βολεμένη ήμουν στην ζωή μας εκεί γιατί εκεί ανήκαμε και ξαφνικά χρειάστηκε να φύγουμε λόγω κρίσης γιατί άμα μέναμε δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε.

Χθες διάβαζα ένα βιβλίο το The Fault in our Stars του John Green και τέλος πάντων η πρωταγωνίστρια του βιβλίου (έτσι τους λένε αυτούς που έχουν κυρίαρχο ρόλο στα βιβλία; Δεν ξέρω) χάνει από καρκίνο τον μοναδικό άνθρωπο κοντά της που μπορούσε να μιλήσει και να πει οποιαδήποτε βλακεία, να εκμυστηρευτεί οτιδήποτε, έχασε τον μοναδικό άνθρωπο που πέρασε ωραία μαζί. Και όταν διάβαζα αυτό το κομμάτι ξέσπασα σε τέτοια κλάμματα γιατί ήταν που ήταν συγκινητικός ο τρόπος γραφής του Γιαννάκη του Γκριν αλλά και γιατί ταυτίστηκα με την κοπέλα γιατί κι εγώ τους έχασα από δίπλα μου, μας χώρισε ένας άλλος, διαφορετικός καρκίνος, η απόσταση. Το "μου λείπετε" δεν φτάνει για να δείξω πόσο πραγματικά λείπουν από μέσα μου, από την ψυχή μου. Είναι κομμάτι της ζωής μου, είναι η ζωή μου εκεί τα πρώτα 19 χρόνια της ζωής μου και τώρα, σχεδόν 1 χρόνο μετά θα έχω ζήσει ένα χρόνο στην Αγγλία. Έχω να τους δω και να τους μιλήσω από κοντά από τις 8 Αυγούστου του 13 και ίσως για αυτό γράφω τώρα αυτές τις βλακείες και είμαι τόσο συναισθηματικά φορτισμένη αλλά ναι.. Κάπως έτσι.

Στις 21 Μαΐου του '13 είχαν έρθει τα παιδιά από τη σχολή να με χαιρετήσουν φεύγοντας για εδώ στο αεροδρόμιο κι εγώ ένιωθα περίεργα γιατί δεν ήξερα πως νιώθω ή πως να φερθώ. Αν μπορούσα τώρα να πάω σε εκείνη τη στιγμή θα τους αγκάλιαζα όλους τόσο πολύ που δεν θα τους άφηνα να φύγουν από κοντά μου για να έχουμε να λέμε μαλακίες για μια ζωή.

Και οι μέρες περνάνε λοιπόν, κι εγώ ειμαι εδώ να ψάχνω για το πόσο κάνουν τα εισιτήρια για να πάω έστω και για μια βδομάδα πίσω, με τις όμορφες στιγμές να είναι στο μυαλό μου σε κάθε ποστ στο φέισμπουκ που θα πούμε χαζομάρες και με κάποια δάκρυα, να κλαίω θέλοντας να είμαι μαζί τους σε γενέθλια,  Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, στους καφέδες της κοπάνας από τη σχολή και στα πάντα. Περιμένοντας μέχρι να έρθει η στιγμή που θα τους ξαναδώ όλους και θα τους αγκαλιάσω έναν έναν και θα τσιρίξουμε από τα γέλια.

Μόνο με την αγάπη προχωράμε στη ζωή μας, το έχετε καταλάβει κι εσείς έτσι;